- πανδαημοσύνη
- ηπαντογνωσία, παγγνωσία, γνώση τών πάντων.[ΕΤΥΜΟΛ. < παν-* + -δαημοσύνη (< -δαήμων < δαήμων «γνώστης»), πρβλ. αδαημοσύνη. Η λ. μαρτυρείται από το 1850 στον Π. Αργυρόπουλο].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.